Περίληψη Απόφασης |
Στις 19.07.2005, κατετέθη καταγγελία του κ. Αθανασίου Πιτσιόρλα, δικηγόρου εγγεγραμμένου στο Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης και διορισμένου στην Περιφέρεια του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά του Δικηγορικού Συλλόγου Χαλκιδικής. Σύμφωνα με την καταγγελία, κατά την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών στην Ελλάδα, παραβιάζονται οι κανόνες ανταγωνισμού και οι παραβιάσεις παράγουν αποτελέσματα που επιβαρύνουν τα συμφέροντα των δικηγόρων, των καταναλωτών νομικών υπηρεσιών, της λειτουργίας της αγοράς και της ελληνικής οικονομίας. Με την υποβληθείσα καταγγελία πλήττονται ως παραβιάζουσες τις περί ανταγωνισμού διατάξεις δύο διατάξεις του ν.δ. 3026/1954 (Κώδικας περί δικηγόρων), ήτοι εκείνες του άρθρου 42 και του άρθρου 44 αυτού.
Ο καταγγέλλων επικαλείται ότι το άρθρο 44 του ν.δ. 3026/1954 που προβλέπει ότι: «ο δικηγόρος έχει το δικαίωμα να ασκεί το λειτούργημα αυτού στην περιφέρεια του συλλόγου, του οποίου είναι μέλος, απαγορεύεται όμως να δικηγορεί σε δικαστήρια που εδρεύουν εκτός της περιφέρειας του συλλόγου αυτού πλην των αναγραφόμενων στα άρθρα 56 και 57 εξαιρέσεων», αποτελεί τη βάση για τις παράνομες αποφάσεις και πρακτικές των Δικηγορικών Συλλόγων και αντιβαίνει στο ελληνικό και στο κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού (άρθρο 81 της ΣυνθΕΚ και άρθρο 1 του Κανονισμού 1/2003).
Την καταγγελία αυτή αντέκρουσαν οι Δικηγορικοί Σύλλογοι της χώρας, οι οποίοι επικαλούνται αφενός μεν έλλειψη «πρακτικής» τους, κατά την έννοια των προ-διαληφθεισών διατάξεων, διότι εφαρμόζουν διατάξεις νόμου, αφετέρου δε διότι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι δεν αποτελούν επιχειρήσεις με την έννοια των προπαρατιθεμένων διατάξεων.
Στην προκειμένη περίπτωση, σχετική αγορά υπηρεσίας θεωρήθηκε η παροχή δικηγορικών υπηρεσιών και δη η παράσταση δικηγόρων για τη σύνταξη και υπογραφή συμβολαίων αφορώντων σε δικαιώματα επί ακινήτων και η παράσταση δικηγόρων στα δικαστήρια. Σχετική γεωγραφική αγορά δε θεωρήθηκε η Ελληνική Επικράτεια, διότι οι διατάξεις, οι οποίες πλήττονται (42 και 44 ν.δ. 3026/1954), έχουν καθολική εφαρμογή κατά νόμο και κατ' ουσία.
Στην υπό κρίση περίπτωση των καταγγελλομένων ως γεωγραφικών περιορισμών στην άσκηση δικηγορίας, η Επιτροπή Ανταγωνισμού έκρινε, κατά πλειοψηφία, ότι δεν αναπτύσσονται αυτόνομες επιχειρηματικές συμπεριφορές των δικηγόρων (ως επιχειρήσεων) και δικηγορικών συλλόγων (ως ενώσεων επιχειρήσεων) που παραβιάζουν τους κανόνες ανταγωνισμού, αλλά οι γεωγραφικοί περιορισμοί επιτάσσονται ευθέως από τις ισχύουσες διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων, σύμφωνα με τις οποίες έχει οργανωθεί η απονομή της δικαιοσύνης και η παροχή δικηγορικών υπηρεσιών στη χώρα μας.
Θεωρήθηκε ότι το υπό κρίση ζήτημα αφορά όχι σε ρύθμιση θεσπισθείσα από τους Δικηγορικούς Συλλόγους, αλλά σε κρατική ρύθμιση, ασκουμένη στο πρόδηλο πλαίσιο της εθνικής κυριαρχίας, καθώς και ότι οι εδαφικοί αυτοί περιορισμοί τίθενται υπό το πρίσμα το οποίο ακολουθεί η Πολιτεία ως προς την οργάνωση και απονομή της Δικαιοσύνης στην Επικράτεια, ήτοι για λόγους δημοσίου συμφέροντος και στο πλαίσιο άσκησης δημόσιας εξουσίας. Γι αυτό έχει υπαγορευθεί η ευθεία σύνδεση της ύπαρξης Δικηγορικού Συλλόγου από την ύπαρξη Πρωτοδικείου και η προκύπτουσα έμμεση απαγόρευση ελεύθερης ίδρυσης Δικηγορικών Συλλόγων, έτσι ώστε, λαμβανομένης υπόψη και της ιδιότητας του δικηγόρου ως αναγκαίου παράγοντα της δίκης, να διασφαλίζεται η επάρκεια δικηγόρων σε κάθε Πρωτοδικείο, ανάλογα με τις ανάγκες για τις υποθέσεις του Πρωτοδικείου αυτού. Κατά συνέπεια, ακόμη και με την παραδοχή ότι οι δικηγόροι αποτελούν οικονομικές οντότητες και οι Δικηγορικοί Σύλλογοι αποτελούν επιχειρήσεις, με την έννοια των άρθρων 81, 82 Συνθ. ΕΚ και 1 του ν. 703/1977, οι εθνικές διατάξεις και δη η συγκεκριμένη διάταξη του άρθρου 44 Κ.Δ., ή οι διατάξεις των Κωδίκων Πολιτικής, Ποινικής, Διοικητικής Δικονομίας (και η συμμόρφωση των δικηγόρων σε αυτές) δεν αποτελούν παράβαση του δικαίου του ελευθέρου ανταγωνισμού ούτε είναι γενεσιουργές αντιανταγωνιστικών αποτελεσμάτων. Περαιτέρω, σημειώνεται ότι έχει γίνει νομολογιακά δεκτό ότι είναι δυνατή η παράσταση δικηγόρου ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου που βρίσκεται έξω από την περιφέρεια του Πρωτοδικείου/Δικηγορικού Συλλόγου στο(ν) οποίο είναι διορισμένος, χωρίς την παράλληλη σύμπραξη (νομιμοποιητική παράσταση) δικηγόρου του οικείου Πρωτοδικείου/Δικηγορικού Συλλόγου, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Ως προς τη διάταξη του άρθρου 42 του ν.δ. 3026/1954, σημειώνεται ότι, από το συγκεκριμένο ν.δ. ή οποιαδήποτε άλλη κειμένη διάταξη, δεν τίθεται εδαφικός περιορισμός σχετικά με την τοποθεσία του ακινήτου, αλλά, αντίθετα, οι πράξεις και δικαιοπραξίες, οι οποίες αναφέρονται στη συγκεκριμένη διάταξη, είναι δυνατόν να συναφθούν ενώπιον Συμβολαιογράφου ή Συμβολαιογραφούντος Υπαλλήλου άλλης περιφέρειας, ακόμη και εκτός της Επικρατείας (άρθρο 42 παρ. 4).
Κατά συνέπεια, ο καταγγελλόμενος εδαφικός προσδιορισμός και τα εκ τούτου αντιανταγωνιστικά αποτελέσματα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι προέρχονται από διατάξεις δημοσίου δικαίου μη συμβατές με το δίκαιο του ελευθέρου ανταγωνισμού, περιορίζονται σημαντικά, αν δεν καταργούνται ολοσχερώς, διότι ο λήπτης των υπηρεσιών (καταναλωτής) είναι δυνατόν, όπως συνήθως συμβαίνει, έχοντας ήδη επιλέξει το νομικό του παραστάτη (δικηγόρο), να επιλέξει και συμβολαιογράφο του ιδίου Πρωτοδικείου, ανεξαρτήτως της τοποθεσίας που βρίσκεται το ακίνητο, στο οποίο αφορά η συναλλαγή και το αντίστροφο. Συνεπώς, το ζήτημα που απομένει να εξετασθεί είναι αν η διάταξη του άρθρου 42 παράγει αντιανταγωνιστικά αποτελέσματα στο μέτρο κατά το οποίο εμποδίζει, μόνον, την ταυτόχρονη επιλογή από τον καταναλωτή δικηγόρου ενός Πρωτοδικείου και συμβολαιογράφου άλλου Πρωτοδικείου. Ο εν λόγω περιορισμός κρίθηκε ότι δεν επιφέρει, αφ' εαυτού, αντιανταγωνιστικά αποτέλεσμα, πολλώ μάλλον, διότι η κατάρτιση της σχετικής με το ακίνητο δικαιοπραξίας δεν συναρτάται αναγκαίως με την τοποθεσία όπου ευρίσκεται το ακίνητο (rei sitae).
Σημειώνεται ότι οι σχετικές με το ζήτημα των συμβολαιογραφικών υπηρεσιών διατάξεις έχουν απασχολήσει την Επιτροπή Ανταγωνισμού και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και γίνεται δεκτό ότι, στα ηπειρωτικά δίκαια, όπως το ελληνικό, το λειτούργημα του συμβολαιογράφου συνδέεται άμεσα και ειδικά με την άσκηση δημόσιας εξουσίας (άρθρο 45 ΣυνθΕΚ).
Επιπλέον, με βάση τις ίδιες σκέψεις που αναπτύχθηκαν σχετικά με τη διάταξη του άρθρου 44 του ν.δ. 3026/1954 και όσα έχουν προεκτεθεί, η ισχύς και το κύρος της διάταξης του άρθρου 42 του ιδίου ν.δ., ήτοι πράξης της δημόσιας αρχής, δεν θίγονται ούτε εμποδίζονται από τις διατάξεις 10 και 81 ΣυνθΕΚ ούτε από τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 703/1977 και τούτο διότι έχει θεσπισθεί προκειμένου να ικανοποιηθούν λόγοι επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος ήτοι, επιπλέον των ήδη εκτεθέντων, να διασφαλίζεται και η επιβίωση των οικονομικά δρώντων στις περιφέρειες της χώρας δικηγόρων και η εκ τούτου ομαλή και εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης.
Για τους λόγους αυτούς, η Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού έκρινε, κατά πλειοψηφία, ότι δεν συντρέχει περίπτωση παραβίασης, από πλευράς των Δικηγορικών Συλλόγων, των εθνικών διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 703/1977, όπως ισχύει, ούτε και των ομοίου περιεχομένου διατάξεων του άρθρου 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ, επί του κριθέντος θέματος. |