Την Τετάρτη 5 Ιουλίου 2023, η Επιτροπή Ανταγωνισμού προχώρησε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15 ν. 3959/2011 περί προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού, όπως ισχύει, στην κατά προτεραιότητα εξέταση και ανάθεση σε αρμόδιο Εισηγητή της αυτεπάγγελτης έρευνας στην αγορά μελετητικών υπηρεσιών κτηματογράφησης και υποστηρικτικών υπηρεσιών για τη δημιουργία εθνικού κτηματολογίου αναφορικά με τυχόν αντι-ανταγωνιστικές πρακτικές νόθευσης διαγωνισμών με το ως άνω αντικείμενο και προκειμένου να διαπιστωθεί αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 1 του ν. 3959/2011, όπως ισχύει, και του άρθρου 101 Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).
Για το σκοπό της αυτεπάγγελτης έρευνας, η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού (ΓΔΑ) διεξήγαγε αιφνιδιαστικούς επιτόπιους ελέγχους σε επιχειρήσεις του κλάδου (Νοέμβριος 2021 και Νοέμβριος 2022),, απέστειλε συναφώς επιστολές παροχής στοιχείων (Νοέμβριος 2021 και Δεκέμβριος 2022) και διενήργησε ανωμοτί καταθέσεις (Ιούνιος 2023).
Νομικό πλαίσιο
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, θεματοφύλακας της εύρυθμης λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς, είναι επιφορτισμένη με την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού βάσει του ν. 3959/2011 και των άρθρων 101/102 ΣΛΕΕ.
- Τα άρθρα 1 του ν. 3959/2011 και 101 ΣΛΕΕ απαγορεύουν συμπράξεις μεταξύ επιχειρήσεων (συμφωνίες, αποφάσεις ενώσεων ή εναρμονισμένες πρακτικές) που έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού.
- Το άρθρο 1Α του ν. 3959/2011 απαγορεύει μονομερείς πρακτικές που συνιστούν πρόσκληση σε απαγορευμένη σύμπραξη και ανακοίνωση μελλοντικών προθέσεων τιμολόγησης προϊόντων και υπηρεσιών προς ανταγωνιστές.
- Τα άρθρα 2 του ν. 3959/2011 και 102 ΣΛΕΕ απαγορεύουν την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης.
Επόμενα βήματα
Η ανάθεση σε Εισηγητή συνεπάγεται την εκκίνηση των προθεσμιών των παρ. 4 και 5 του άρθρου 15 ν. 3959/2011 για τη λήψη απόφασης, ωστόσο δεν προδικάζει το περιεχόμενο της εισήγησης ή/και της απόφασης της ΕΑ. Η νόμιμη προθεσμία είναι ενδεικτική και ο χρόνος εξέτασης κάθε υπόθεσης εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την πολυπλοκότητά της, τον όγκο του διοικητικού φακέλου, καθώς και τον αριθμό και το βαθμό συνεργασίας των ελεγχόμενων επιχειρήσεων.