Σε συνέχεια της από 7 Μαρτίου 2020 Ανακοίνωσης της Επιτροπής Ανταγωνισμού (ΕΑ) περί εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού στις παρούσες ειδικές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, η ΕΑ επισημαίνει τα ακόλουθα, ως προς τις ενδεχόμενες κάθετες πρακτικές που μπορεί να παρατηρηθούν στο πλαίσιο των ως άνω συνθηκών:
Βάσει του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3959/2011 και του άρθρου 101 παρ. 1 ΣΛΕΕ καθώς και του Κανονισμού (ΕΕ) 330/2010 «Κανονισμός απαλλαγής κατά κατηγορία» (εφεξής ΚΑΚ), απαγορεύονται ορισμένες συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές, οι οποίες περιορίζουν και νοθεύουν τον ανταγωνισμό μεταξύ εταιρειών δραστηριοποιούμενων σε διάφορα επίπεδα της αλυσίδας παραγωγής ή διανομής («κάθετες συμφωνίες»).
Ο ΚΑΚ απαλλάσσει από την απαγόρευση κάθετες συμφωνίες που αφορούν στην πώληση αγαθών και υπηρεσιών παντός είδους, εάν το μερίδιο αγοράς του προμηθευτή στη σχετική αγορά, ήτοι στην αγορά των αγαθών ή υπηρεσιών στην οποία πωλεί τα αγαθά ή τις υπηρεσίες, δεν υπερβαίνει το ποσοστό του 30% και το μερίδιο αγοράς του αγοραστή στην σχετική αγορά, ήτοι στην αγορά στην οποία αγοράζει τα αγαθά ή τις υπηρεσίες, δεν υπερβαίνει το ποσοστό του 30%.
Υπενθυμίζεται όμως ότι η απαλλαγή από την απαγόρευση του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3959/2011 και του άρθρου 101 παρ. 1 ΣΛΕΕ που προβλέπει ο ΚΑΚ δεν εφαρμόζεται, ανεξάρτητα από το μερίδιο αγοράς που κατέχει μία επιχείρηση, εφόσον η συμφωνία περιέχει κάθετους περιορισμούς ιδιαίτερης σοβαρότητας, όπως ο καθορισμός της τιμής μεταπώλησης (resale price maintenance) ή ελάχιστης τιμής μεταπώλησης (minimum resale price).
Αντιθέτως, ο ΚΑΚ επιτρέπει – υπό προϋποθέσεις - την επιβολή μέγιστων τιμών μεταπώλησης (maximum resale price) ή συνιστώμενων τιμών μεταπώλησης (recommended resale price) όταν αυτό δεν ισοδυναμεί με ελάχιστη ή καθορισμένη τιμή πώλησης λόγω πίεσης που ασκείται ή κινήτρων που προσφέρονται από κάποιο εκ των μερών. Κάποια ενδεικτικά παραδείγματα στις παρούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες θα ήταν τα ακόλουθα:
- Ο παραγωγός προϊόντων προσωπικής υγιεινής μπορεί να ορίζει τις ανώτατες τιμές μεταπώλησης των προϊόντων του από τους αγοραστές / πελάτες του λιανεμπόρους.
- Σε ένα δίκτυο διανομής τροφίμων, ο παραγωγός μπορεί να θέσει συνιστώμενες τιμές μεταπώλησης των προϊόντων αυτών.
- Σε περίπτωση εισαγωγής νέου προϊόντος, ακόμα και η επιβολή τιμής μεταπώλησης μπορεί να είναι δικαιολογημένη για σύντομες σε χρονική διάρκεια περιόδους (π.χ. προωθητικές ενέργειες / καμπάνιες 2 έως 6 εβδομάδων).
- Μία κύρια διαδικτυακή πλατφόρμα (internetplatform/ marketplace
) μπορεί να θέσει ανώτατο όριο τιμής στα προϊόντα που διατίθενται μέσω αυτής.
Επίσης, είναι δυνατόν μέγιστες τιμές μεταπώλησης ή συνιστώμενες τιμές μεταπώλησης εάν αυτές εφαρμόζονται σε κάθετες συμφωνίες (συμφωνίες μεταξύ διαφορετικών σταδίων της προμηθευτικής αλυσίδας και της αλυσίδας διανομής) που αφορούν στην πώληση αγαθών και υπηρεσιών παντός είδους, να μην αντιτίθενται στο Ενωσιακό και εθνικό δίκαιο ανταγωνισμού και σε περίπτωση που οι προμηθευτές ή αγοραστές έχουν μερίδια αγοράς μεγαλύτερα του 30%, εάν οι προμηθευτές ή αγοραστές μπορέσουν να τις δικαιολογήσουν, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 227-229 των Κατευθυντηρίων γραμμών για τους κάθετους περιορισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (βλ. https://eur-lex.europa.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τέτοιου είδους πρακτικές ενδεχομένως, κάτω από ορισμένες συνθήκες, μπορεί να συνιστούν κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, σε περίπτωση που οι προμηθευτές ή αγοραστές έχουν δεσπόζουσα θέση. Σε αυτή την περίπτωση, η ΕΑ δύναται να επέμβει με την εφαρμογή του άρθρου 2 του ν. 3959/2011 ή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.
Ενόψει των ανωτέρω, η ΕΑ, ως αποκλειστικά αρμόδια Αρχή για τη διατήρηση και αποκατάσταση του ελεύθερου ανταγωνισμού, δεν θα λάβει δράση εναντίον πρακτικών επιβολής μέγιστων τιμών μεταπώλησης των προϊόντων ή συνιστώμενων τιμών σε συμβάσεις προμήθειας και συμφωνίες διανομής (κάθετες συμφωνίες), εάν εκπληρώνονται οι προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Η Επιτροπή, όμως, θα συνεχίσει να εξετάζει, κάθετους περιορισμούς ιδιαίτερης σοβαρότητας, όπως ο καθορισμός της τιμής μεταπώλησης (resale price maintenance) ή ελάχιστης τιμής μεταπώλησης (minimum resale price) που θα υποπέσουν στην αντίληψή της, επιβάλλοντας τις κατά την νομοθεσία προβλεπόμενες κυρώσεις στις επιχειρήσεις που τυχόν εφαρμόζουν τέτοιου είδους αντι-ανταγωνιστικές πρακτικές, ειδικά στην παρούσα συγκυρία.